προαιρετικῶς

προαιρετικῶς
προαιρετικός
inclined to prefer
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • κορυνοβακτήριο — το γένος βακτηρίων που περιλαμβάνει θετικά κατά Gram βακτηρίδια και κοκκοβακτηρίδια, συχνά κεκαμμένα ή υπό μορφή αλτήρων, αυστηρώς αερόβια ή προαιρετικώς αναερόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corynobacterium < coryno (πρβλ. κορύνη) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”